- παρέρχομαι
- ΝΜΑ1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.)2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α. «παρήλθε ο κίνδυνος» β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῡ τὸ ποτήριον τοῡτο», ΚΔ)3. διέρχομαι κοντά από κάποιον ή από κάτι και απομακρύνομαι, προσπερνώ («εἴσιδον αὐτοί νῆα παρερχομένην», Ομ. Οδ.)4. μτφ. παραλείπω, παρασιωπώ («παρέρχομαι τα πικρόχολα σχόλια του»)5. (η μτχ. ουδ. αορ. ως ουσ.) το παρελθόνβλ. παρελθόννεοελλ.φρ. «έρχομαι και παρέρχομαι» — παρουσιάζομαι με κάποια συχνότητα χωρίς όμως να επιφέρω μόνιμες επιπτώσεις («οι δυσάρεστες καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται στη ζωή ενός ανθρώπου»)μσν.εξαφανίζομαι, σβήνω («πῶς ὡς σκιὰ παρέρχεται ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων», Διήγ. Αχιλλ.)αρχ.1. περνώ μπροστά από κάτι χωρίς να δώσω προσοχή, αδιαφορώ για κάτι («οὐ... φημι τεόν... βωμὸν νηΐ πολυκλήιδι παρελθέμεν», Ομ. Ιλ.)2. διαφεύγω, ξεφεύγω από κάτι («ζῆς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην», Ευρ.)3. περνώ απαρατήτητος, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου4. προχωρώ και φθάνω κάπου5. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον ως προς κάτι, όπως λ.χ. ως προς την ταχύτητα, τον δόλο, τον πλούτο ή την αναίδεια («ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν», Ευρ.)6. (σχετικά με τον νόμο) παραβαίνω, καταστρατηγώ7. διαβαίνω την πόρτα και προχωρώ μέσα, εισέρχομαι8. παρουσιάζομαι σε κάποιον για να τού μιλήσω9. πλησιάζω, έρχομαι10. παραμελώ, περιφρονώ («παρελθὼν θεοὺς ἀπώλεσας πόλιν», Ευρ.)11. μτφ. α) καταλήγω («ὁδὸς δ' ἑτέρηφι παρελθεῑν κρείσσων ἐς τὰ δίκαια», Ησίοδ.)β) καταντώ, φθάνω σε ορισμένο σημείο («εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾱγμα», Αριστοτ.)12. (ο παρακμ.) παρελήλυθαέχω έλθει, είμαι παρών13. (η μτχ. αρσ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ παρεληλυθώς(ενν. χρόνος) το παρελθόν14. (η μτχ. ουδ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ παρεληλυθότατα περασμένα γεγονότα.
Dictionary of Greek. 2013.